πραιτόριο

πραιτόριο
το
(λ. λατ.)
1. σκηνή του πραίτορα στην εκστρατεία.
2. η όλη στρατιωτική διοίκηση και υπηρεσία του πραίτορα.
3. το δικαστήριο όπου προϊστάμενος ήταν ο πραίτορας: Το Χριστό τον πήγαν στο πραιτόριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πραιτώριο — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Ρώμη το γενικό στρατηγείο ή η διαμονή του διοικητή του στρατού. Το όνομα προήλθε από τον πραίτωρα, ο οποίος ασκούσε αρχικά την ανώτατη διοίκηση. Το π. βρισκόταν στο κέντρο του στρατοπέδου πάντα στην ίδια θέση κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”